-
1 ἐπι-νάσσω
ἐπι-νάσσω (s. νάσσω), dazu-, vollstopfen, τράπεζαί γ' εἰσὶν ἐπινενασμέναι ἀγαϑῶν ἁπάντων Ar. Eccl. 838, Dind. ἐπινενησμέναι, überhäuft.
1 ἐπι-νάσσω
ἐπι-νάσσω (s. νάσσω), dazu-, vollstopfen, τράπεζαί γ' εἰσὶν ἐπινενασμέναι ἀγαϑῶν ἁπάντων Ar. Eccl. 838, Dind. ἐπινενησμέναι, überhäuft.